- δεδοικότως
- δεδοικότωςindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεδοικότως — (Α) επίρρ. με φόβο, φοβισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* (πρβλ. δεδιότως)] … Dictionary of Greek
δεδιότως — (Α) επίρρ. με φόβο, φοβισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδιώς τού παρακμ. δέδια τού δείδω* (πρβλ. δεδοικότως)] … Dictionary of Greek